Παιδικές αναμνήσεις από τον πόλεμο του '40 και τη γερμανική κατοχή

Με την ευκαιρία του εορτασμού της εθνικής επετείου του ιστορικού ΟΧΙ, αφήνω τις σκέψεις μου να πάνε σ' εκείνα τα χρόνια, ξαναζωντανεύοντας αναμνήσεις που μένουν βαθιά χαραγμένες μέσα μου. Ζήσαμε τότε όλοι, μικροί και μεγάλοι, στιγμές που ήταν γεμάτες μεγαλείο, περηφάνια και πατριωτική έξαρση. Ζήσαμε όμως και στιγμές εφιαλτικές, γεμάτες χτυποκάρδι, πείνα και στερήσεις.
Αναμφισβήτητα το ΟΧΙ του '40 ήταν η φωνή της ιστορίας μας. Επαναλαμβάνεται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε κάθε εχθρό που επιβουλεύεται την εθνική μας ανεξαρτησία. Ήταν ο ασίγαστος αντίλαλος του αθάνατου «Μολών λαβέ» ενάντια στη φασιστική, ωμή, ιταλική βία που αποτελούσε μαζί με τη Γερμανία την καταιγίδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.



 Του δασκάλου Γιάννη Θ. Κορολόγου.

Με το διάταγμα της γενικής Επιστράτευσης τα καΐκια, γεμάτα νέους της περιοχής, σήκωσαν γρήγορα άγκυρα στην Παραλία με προορισμό το Ναύπλιο. Νέοι που άφησαν άλλοι τη σπορά των χωραφιών κι άλλοι τα γιδοπρόβατα, με έναν ακράτητο ενθουσιασμό, με τραγούδια και πανηγυρισμούς, έπαιρναν το δρόμο για το μέτωπο.
Μετά την επιστράτευση ακολούθησε η επίταξη των ζώων, μουλαριών και αλόγων. Η επιλογή των καλύτερων γινόταν στο Λενίδι και από κει με καράβι στο Ναύπλιο κι αυτά, για να βρεθούν σε λίγες μέρες στη γραμμή του μετώπου.
Το τηλέφωνο, που ήταν το μοναδικό στα Τυροσαπουνακέικα, το είχε στην Παραλία ο Μιχάλης Κουνιάς ή Θρούμπης. Αυτό έφερνε τα ευχάριστα ή δυσάρεστα μηνύματα. Ο ακούραστος ταχυδρόμος Μιχάλης Καρδα­ράς με την καραμούζα, μοίραζε τα γράμματα που όλοι περίμεναν με λαχτάρα και αγωνία στα χωριά, από το Λενίδι ως τον Τυρό.
Κάθε φορά που έφτανε η ευχάριστη είδηση ότι ο στρατός μας έμπαινε ΝΙΚΗΤΉΣ κι ελευθέρωνε κάποια από τις πόλεις της Βόρειας Ηπείρου, ενθουσιασμός κι ανακούφιση κυριαρχούσε στις καρδιές όλων. Εμείς τα μικρά παιδιά τρέχαμε και χτυπούσαμε χαρμόσυνα τις καμπάνες του Άη­ Γιάννη φωνάζοντας δυνατά: «Έπεσε η Κορυτσά», άλλη μέρα «'Έπεσε το Τεπελένι», το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, οι Άγιοι Σαράντα.
Οι γέροι με τα δίκαννα, τις τσάγκρες, τα καριοφίλια, τις κουμπούρες, έριχναν στον αέρα απανωτές μπαταριές δημιουργώντας πανηγυρική ατμόσφαιρα, γεμάτη συγκίνηση, εθνική έξαρση και μεγαλείο.
Αυτή την πανηγυρική ατμόσφαιρα σκίαζε κάθε τόσο το δυσάρεστο, το πικρό μήνυμα του θανάτου κάποιου συμπατριώτη εκεί στις γραμμές του μετώπου. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Ο πόνος και η λύπη σε όλα τα σπίτια. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έδωσαν το αίμα τους για την Πατρίδα, που έπεσαν στο πεδίο της μάχης φορώντας το φωτοστέφανο του ήρωα. Ο Παναγ. Δ. Παπαδιάς, ο Ιωαν. Η. Κόκκινος, ο Ηλίας Γ. Τουρλεντός, ο Μιχ. Ευαγ, Μένης, τα αδέλφια Κων/νος και Νικόλαος Τουρλεντός, ο αγνοούμενος Θεοδ. Π. Μέγας και στο Ναυτικό ο Σπύρος Δ. Kόκκινος παραμένουν σύμβολα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Τραυματίες ο Ιωαν. Η. Ψαρολόγος, ο Νικόλ. Γ. Μαστοράκης, ο Ευστάθιος Παρασκευάς και ο Ευάγ. Φιλιππακόπουλος. Ο τελευταίος με κομμένα και τα δύο πόδια από τα κρυοπαγήματα, που ήταν τότε ο ύπουλος εχθρός των στρατιωτών μας, περνάει με το αναπηρικό καροτσάκι κάθε μέρα από μπροστά μας και δεν έχει παρά να μας θυμίζει ότι η ελευθερία στους λαούς κερδίζεται με αίμα και θυσίες. Αξέχαστες μου μένουν οι βραδιές στην εκκλησία του Αγίου Κων/νου στα Σαπουνακέϊκα. Κοντά στους μεγάλους, πηγαίναμε κι εμείς οι μικροί. Το ραδιόφωνο -μοναδικό τότε- το χειριζόταν ο Δημήτριος Ζαρόκωστας (Μικές) και μετέδιδε τα νέα του Μπι-Μπι-Σι από το Λονδίνο. Οι νίκες του στρατού μας γέμιζαν την ψυχή μας από συγκίνηση κι ενθουσιασμό. Αργότερα, από το ραδιόφωνο αυτό, μαθαίναμε και τις νικηφόρες μάχες των συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και στα άλλα μέτωπα. Ο ανεμόμυλος του Παπουλάκου, με τις οδηγίες κάποιου Ιταλού, είχε αναλάβει το γέμισμα της μπαταρίας.
Τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1941-44 ήταν χρόνια εφιαλτικά, που άφησαν ζοφερές αναμνήσεις μέσα μας. Χρόνια της πείνας και των στερήσεων, χρόνια γεμάτα κινδύνους και χτυποκάρδι. Λιγοστό το ψωμάκι από σιταροκρίθαρο. Οι ελιές και τα χαρούπια αποτελούσαν το συνηθισμένο προσφάι. Τα άγρια χόρτα δεν έλειπαν από το πήλινο τσουκάλι. Αποχτούσες ρούχα και παπούτσια μόνο αν συμβιβαζόσουν με τις απαιτήσεις του μαυραγορίτη.
Θυμάμαι τους Ιταλούς καραμπινιέρηδες, τους κοκορόφτερους, που μας στέλνανε στα σπίτια, εμάς τα πίκολα όπως μας αποκαλούσαν, για αβγά και κοκόρια. Τα ιταλικά αεροπλάνα, πετώντας συχνά πάνω από την περιοχή, σκορπούσαν με τις σειρήνες τον πανικό. Ο κόσμος αναζητούσε προστασία στις ρεματιές και τις σπηλιές. Στη μεγάλη σπηλιά του Γεωργουλή βρίσκαμε καταφύγιο τα Πανωγειτονόπουλα, πειθαρχώντας πάντα στις εντολές του ταγματάρχη Παπαζαχαρία.
Την άνοιξη του '41 ένα ιταλικό αεροπλάνο έριξε μια βόμβα, σημαδεύοντας το σπίτι του Παν. Παπαδιά στην Κάτω Γειτονιά. Ο ίδιος είχε σκοτωθεί στο Αλβανικό μέτωπο και την ημέρα αυτή τελούσαν μνημόσυνο και είχε συγκεντρωθεί κόσμος εκεί. Ευτυχώς δεν υπήρχαν θύματα.
Οι Ιταλοί δίνουν αυστηρή διαταγή να παραδοθούν σ' αυτούς όλα τα όπλα που υπήρχαν στο χωριό και όρισαν να ρίχνονται τις νυχτερινές ώρες στην εκκλησία του Άη-Γιάννη από ένα παράθυρο. Δεν ξέρω πόσοι υπάκουσαν στη διαταγή και πόσα όπλα παραδόθηκαν.
Με βαθύ πόνο στην καρδιά ένα βράδυ οι Πανωγειτονιώτες μαζεύτηκαν όλοι στη «Σέλα» κι αγνάντευαν ένα εγγλέζικο καράβι που καιγόταν ανοιχτά του Ναυπλίου, έπειτα από βομβαρδισμό που δέχτηκε από γερμανικό αεροπλάνο. Το θέαμα ήταν τρομαχτικό. Πύρινες φλόγες υψώνονταν ψηλά με απανωτές εκρήξεις. Μετά από λίγες μέρες η θάλασσα εξέβρασε πολλούς Άγγλους νεκρούς στο Τηγάνι και στο Τρικέρι.
Μετά την ανατροπή του δικτάτορα Μουσολίνι και την προσπάθεια του διαδόχου του στρατάρχη Μπαντόλιο για ανακωχή, οι Ιταλοί που αποτελούσαν τη φρουρά του Λεωνιδίου, παραδόθηκαν στους αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης. Αρκετούς από αυτούς έφεραν και στον Τυρό. Στην αρχή έμεναν στο Σχολείο κι αργότερα στο Μετόχι. Με βάση τον ονομαστικό κατάλογο που τοιχοκολλούσε ο Πρόεδρος, κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να φιλοξενήσει έναν στη σειρά της. Θυμάμαι τον Γκιοζέπο, τον Αντώνιο, τον Τζοβάνη, τον Μπρούνο που είχαν περάσει από το σπίτι μας.
Το Φθινόπωρο του '43 μια ομάδα από Τυροσαπουνακιώτες, με επικεφαλής τον τότε ανθυποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και σήμερα απόστρατο υποναύαρχο Κων/νο Η. Αλευρά, εξουδετέρωσαν, με κίνδυνο της ζωής τους, την ιταλική φρουρά των Σπετσών που ξεπερνούσε τους 25 άντρες.
Σ' αυτά τα δύσκολα χρόνια αντάξιοι των περιστάσεων στάθηκαν οι δύο Πρόεδροι της Κοινότητας, ο Γιάννης Κορολόγος (Γιαννέλης) πρώτα και ο Μιχάλης Τράκας μετά. Είναι οι δύο ξεχασμένοι Πρόεδροι που ο Τυρός τούς οφείλει πολλά, ιδιαίτερα στο δεύτερο. Με τη σύνεση που τον διέκρινε και την αγάπη του για το χωριό, δεν άφησε να χυθεί αίμα από τα στρατεύματα κατοχής. Μέσα στις περιορισμένες σελίδες ενός κειμένου δεν είναι εύκολο να χωρέσουν όλες οι παιδικές αναμνήσεις εκείνου του καιρού.
Απλώς δίνω το ερέθισμα στους παλιότερους να ξεδιπλώνουν τις μνήμες τους και να τις κάνουν δάφνινα κλωνάρια για ένα αμάραντο στεφάνι στην επέτειο του ΟΧΙ.


Από το βιβλίο "Αναμνήσεις και Αναδρομές ενός Τσάκωνα"
Έκδοση: Αθήνα 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου