Η μάχη του Λεωνιδίου το 1949

 Η μάχη του Λεωνιδίου της 21ης Ιανουαρίου του 1949, όπως την έζησε εκείνο το βράδυ ο Χρήστος Σταθούσης του Βασιλείου, γεννημένος στο Λεωνίδιο στις 27 Δεκεμβρίου το 1927.
- Εδώ και πολλά χρόνια ήθελα ν’ αποτυπώσω σε χαρτί τη μάχη που έγινε στις 21 Ιανουαρίου του 1949, μεταξύ της φρουράς του Εθνικού Στρατού και των Επιτιθεμένων Ανταρτών του ΕΛΑΣ.
ΦΥΛΑΚΙΟ ΜΥΛΟΥ
Εκείνη την περίοδο το Λεωνίδιο εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου εφρουρείτο από δύο λόχους στρατού. Ο πρώτος λόχος αποτελείτο από ντόπια παιδιά, μεταξύ αυτών ήταν και ο αδερφός μου Διαμαντής.



 Κάποια από τα παιδιά αυτού του λόχου κατάγονταν από τα γύρω χωριά και είχαν επιστρατευτεί λόγω της περίστασης. Επίσης, το λόχο τον αποκαλούσαν "Λόχο Κομάντος" και διοικητής αυτού ήταν ο Έφεδρος Υπολοχαγός Γεώργιος Σακελλαρίου και υποδιοικητής ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Ιωάννης Ρουσάλης, έμπορος. Η δύναμή του ανερχόταν σε 120 άνδρες περίπου. Ο δεύτερος λόχος απαρτιζόταν από Κληρωτούς στρατιώτες με διοικητή το μόνιμο Υπολοχαγό Γεώργιο Στιβακτάκη και με υποδιοικητή το μόνιμο Ανθυπολοχαγό Δημήτριο Κατσικοκέρη. Επίσης, στο λόχο αυτό ανήκαν και δύο έφεδροι Ανθυπολοχαγοί, ο Ιωάννης Λουμπαρδιάς, δάσκαλος, με καταγωγή από το Περιθώρι Τρίπολης Αρκαδίας και ο άλλος λεγόταν Παυλόπουλος. Σε σχέση με τα προαναφερθέντα, πρέπει ν’ αναφέρω ότι σε αριθμούς η Στρατιωτική Δύναμη αποτυπωνόταν ως εξής: 250 άνδρες στρατού, δύο διμοιρίες χωροφυλακής με 60 περίπου άνδρες και 40 περίπου πολίτες. Η χωροφυλακή είχε διοικητή το Μοίραρχο Βασίλαρο κι είχε υπό την ευθύνη της την φύλαξη του ανατολικού μέρους της πόλης, ο "Λόχος Κομάντος" το κεντρικό μέρος της πόλης, ενώ ο στρατός το δυτικό μέρος.

Οι διαταγές για την φύλαξη ήταν συγκεκριμένες, αυστηρές και άκρως τυπικές. Κάθε βράδυ έπρεπε να υπάρχει φύλαξη σε 20 φυλάκια. Σύμφωνα με διαταγή που είχε βγει, οι άνδρες από 20 έως 50 χρονών, μία φορά την εβδομάδα έπρεπε να πλαισιώνουν τα φυλάκια με ανώτατο αριθμό ανδρών, σε καθημερινή βάση, τους δύο πολίτες. Η ζωή εκείνη την περίοδο, του χειμώνα του 1949, κυλούσε ήσυχα, με τους Λεωνιδιώτες να δουλεύουν με στόχο να βγάλουν τα απαραίτητα για τη ζωή. Υπήρχε όμως διαταγή σύμφωνα με την οποία οι πολίτες έπρεπε με τη δύση του ηλίου να έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους.

Έτσι και το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 1949, όλα ήταν ήσυχα και ο κόσμος είχε επιστρέψει στα σπίτια του. Εγώ προσωπικά τη σκοπιά μου την έκανα στο φυλάκιο του Μύλου, μιας και ήταν κοντά το σπίτι μας. Την ημέρα εκείνη είχα αργήσει να έρθω από τα Πούλιθρα όπου είχαμε τη στάνη μας και όταν πήγα στο γραφείο του Επιλοχία, του Γιάννη Κανζίκη για να πάρω το όπλο μου, μου είπε, άργησες να έρθεις και δεν θα πας στο Μύλο γιατί έχει συμπληρώσει, θα πας στο φυλάκιο του Ψωμά, που ήταν πιο μέσα απ΄ τη μεσαία γέφυρα. Η σκοπιά αυτή ήτανε στο σπίτι το Μπεκυρέικο. Εκεί συνήθως φυλάγανε μόνο πολίτες και δεν υπήρχαν στρατιώτες, ήταν μια σκοπιά πολύ ευάλωτη. Η μόνη κάλυψη που είχε ήταν ένα κιόσκι από καραβόπανο. Μόλις έφθασα εκεί βρήκα άλλα τρία παιδιά που ήταν συνομήλικοί μου και ανεκπαίδευτοι όπως κι εγώ. Ήταν ο Μιχάλης Νικολούλιας, ο Στέλιος Γκανής και ο Νικόλαος Τσολίνας.

Τα ατομικά όπλα ξέραμε να τα χειριζόμαστε όλοι εκτός από τον Τσολίνα, για τα αυτόματα γνωρίζαμε ελάχιστα. Κανονίσαμε μεταξύ μας τα νούμερα στις σκοπιές. Πρώτος θα φύλαγε ο Τσολίνας, δεύτερος εγώ και στη συνέχεια οι υπόλοιποι. Επειδή ο Τσολίνας δεν ήξερε από όπλα με παρακάλεσε να μείνω μαζί του να φυλάξουμε το δικό του νούμερο και το ίδιο θα κάναμε όταν ερχόταν η ώρα για τη δικιά μου σκοπιά. Έτσι κι έγινε, γιατί ήμασταν και φίλοι.

Το φυλάκιο βρισκόταν σε απόσταση, γύρω στα 80 μέτρα, από τη μεσαία γέφυρα. Στη μεσαία γέφυρα βρισκόταν άλλο φυλάκιο με ένα Λοχία και 6-7 στρατιώτες με δύο οπλοπολυβόλα "ΜΠΡΕΝ" και ντουφέκια. Πολυβολητής ήταν ο Καραγιάννης, ένα ψηλό παλικάρι γεροδεμένο με πιθανή καταγωγή τη Σάμο. Το βράδυ κυλούσε ήσυχα κι είχε λίγο φεγγάρι. Η ώρα ήταν 12 και 20 τα ξημερώματα της 21ης του Γενάρη του 1949. Το νερό που κυλούσε στο ποτάμι ήταν λίγο. Αμέριμνοι κουβεντιάζαμε με τον Τσολίνα στη σκοπιά.

Οι αντάρτες, στο μεταξύ, είχαν περικυκλώσει το Λεωνίδιο, είχαν πλησιάσει τις σκοπιές έρποντας, μάλιστα φοράγανε παπούτσια από σκουτιά (μάλλινη επένδυση), για να μην κάνουν θόρυβο με σκοπό τον αιφνιδιασμό των σκοπών. Την κύρια δύναμη την είχαν ρίξει στη μεσαία γέφυρα με στόχο να κόψουν την πόλη στα δύο, κάτι που θα τους επέτρεπε να την καταλάβουν πολύ εύκολα. Ώρα εξορμήσεως είχε κανονιστεί 00:30-1:00 μετά τα ξημερώματα της 21ης του Γενάρη του 1949.

Ο αρχηγός των ανταρτών, ο Πρεκεζές, σε συνεννόηση με άλλους αρχηγούς διαφόρων ομάδων ανταρτών είχαν πάρει 3-4 τσοπάνηδες από τα μαντριά τους για να τους δείξουν το μονοπάτι που οδηγούσε στο Μερόχωρο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η κεραία του ΟΤΕ, απ’ όπου είχαν απλώσει καλώδιο τηλεφώνου μέχρι κάτω στην πόλη και το οποίο έφθανε έξω από τα σπίτια του Κοιλάσου. Ξαφνικά και ώρα 00:20 ακούσαμε πυροβολισμούς από το φυλάκιο του "Ψυχίτσα" εκεί που ανεβαίνει σήμερα ο παραποτάμιος δρόμος στο σπίτι της Μαριβέτας Τσουκάτου-Λιακούλη. Οι σκοποί που βρίσκονταν στο φυλάκιο του Ψυχίτσα είχαν πυροβολήσει γιατί μάλλον είχαν ακούσει θόρυβο που προερχόταν από κάποιον αντάρτη πριν δοθεί το σύνθημα της επίθεσης από την πλευρά των ανταρτών. Αμέσως κοιτάξαμε προς το ποτάμι και διακρίναμε έναν αντάρτη να κατεβαίνει κατά μήκος της μάνδρας του σπιτιού του Βασίλη Τρούμπα, σήμερα του Καττή Ηλία. Έριξα αμέσως με το όπλο μου μερικές βολές και ο αντάρτης οπισθοχώρησε. Αμέσως άρχισε να ρίχνει το πολυβόλο από τη μεσαία γέφυρα κατά ριπάς. Γενικεύτηκε το κακό. Άρχισαν να πυροβολούν όλοι, τα πολυβόλα κάνανε σταυρωτά πυρά φραγμού. Ο πολυβολητής, ο Καραγιάννης γάζωνε τα πάντα, γύρω γύρω τα σπίτια τα είχε κάνει κόσκινο. Έχουν περάσει 60 και χρόνια από τότε και οι τρύπες από τις σφαίρες φαίνονται ακόμα σε πολλά σπίτια του Κοιλάσου. Έριξε πάνω από πέντε χιλιάδες σφαίρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες γέμιζαν τους γεμιστήρες και έβρεχαν τις κάνες των δύο οπλοπολυβόλων "ΜΠΡΕΝ" για να κρυώνουν.

ΦΥΛΑΚΙΟ ΜΠΟΚΟΥ


Ενώ είχε αρχίσει η μάχη, στη δικιά μας σκοπιά σε λίγα λεπτά ήρθαν και μας ενισχύσανε τέσσερις πολίτες. Μας είπαν να βάλουμε αγκωνάρια για προφύλαξη. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Λέων Σιώρας, έμπορος πενήντα ετών περίπου.

Η μάχη λεπτό με λεπτό κορυφωνόταν. Από το βουητό των πολυβόλων εσειόταν τα βράχια. Ήταν και ο θόρυβος από τις οβίδες που έριχνε το καράβι από τη θάλασσα. Οι αντάρτες επιμένανε αλλά ο Καραγιάννης και τα πολυβόλα του "Λόχου Κομάντος" από το φυλάκιο του Ρήγα, τους αντιμετώπιζαν επιτυχώς και δεν τους άφηναν να πλησιάσουν. Ο αρχηγός των Ανταρτών, ο Πρεκεζές, μέσω τηλεφώνου έδινε εντολές να πέσει η γέφυρα πάση θυσία και όταν του απαντάγανε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο ούρλιαζε απ΄ το κακό του (τον άκουγαν οι τσοπάνηδες που ήταν αρκετά μέτρα πιο πέρα).

Μετά από αρκετές ώρες, κατάφεραν και έριξαν δύο μπαζούκας οι Αντάρτες, μία στο φυλάκιο του Ψυχίτσα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο πολίτης Νικόλαος Σαρρής - Μπούνας, να χάσει το ένα του μάτι ο Ηλίας Λάτσης - Γκλίας και να τραυματιστεί ο πολίτης Βασίλης Κοντολέων. Το άλλο μπαζούκας το έριξαν στο πολυβολείο στη μεσαία γέφυρα. Πέρασε όμως από δίπλα του και τελικά χτύπησε στη μάνδρα του σπιτιού σήμερα Χαντέλη.

Αναφορικά με τα μπαζούκας πρέπει να αναφέρω ότι ήταν ένα όπλο άγνωστο έως τότε, δυνατό όπλο αντιαρματικό. Ο στρατός μάλλον δεν διέθετε τέτοιο όπλο, οι αντάρτες το είχαν προμηθευτεί από τη Ρωσία μέσω Αλβανίας.

Εκτός από την ισχύ του, να τρυπάει 30 πόντους μπετόν, εκπέμπει αέρια, καπνό που έχουν αποπνικτική μυρωδιά και σε ζαλίζουν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι εμείς, που βρισκόμασταν 80 μέτρα μακριά, είχαμε ζαλιστεί από τη μυρωδιά. Δίπλα από τη σκοπιά μας, 50-60 μέτρα μακριά, είχανε περάσει μερικοί Αντάρτες αλλά όταν άρχισε η μάχη οπισθοχώρησαν. Εγκλωβιστήκανε όμως δύο από αυτούς κι είχαν ανέβει επάνω στις ελιές το ξημέρωμα για να μην τους δουν.

Παρ’ όλα αυτά το πρωί, όταν είχε τελειώσει η μάχη πιτσιρικάδες που είχαν βγει στους δρόμους για να μαζέψουν κάλυκες, τους είδαν, τους συνέλαβε ο στρατός και τους εκτέλεσαν εν βρασμώ ψυχής. Ο ένας από αυτούς λεγόταν Δολιανίτης και ήταν από τον Τυρό.

Ο Πρεκεζές, αφού είδε ότι η επιχείρηση κατάληψης της πόλης Λεωνιδίου απέτυχε, φοβούμενος να μην τους πάρει το ξημέρωμα και τους χτυπήσει η Αεροπορία από την Τρίπολη που έδρευε, η οποία είχε φοβερούς χειριστές και ο ίδιος είχε πικράν πείρα, γύρω στις 5:30 π.μ. έριξε από το ύψωμα στο Μερόχωρο μια φωτοβολίδα ως σύνθημα υποχώρησης. Για να είχε όμως καλή κατάληξη η υποχώρηση των ανταρτών έπρεπε να εξουδετερώσουν τον Μύλο ο οποίος λόγω της θέσεώς του έλεγχε όλη τη γύρω περιοχή.

Ο Μύλος εθεωρείτο το πιο ισχυρό φυλάκιο, είχε 7 στρατιώτες, τον Ανθυπολοχαγό Λουμπαρδιά, δύο πολυβόλα "ΜΠΡΕΝ" με άφθονα πυρομαχικά και δύο πολίτες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν λάθος που ο Ανθυπολοχαγός έμενε το βράδυ στο φυλάκιο και κατά την ώρα της μάχης εγκλωβίστηκε μέσα, ενώ θα έπρεπε να είναι απ’ έξω να συντονίζει τη μάχη και να τρέχει από φυλάκιο σε φυλάκιο να εμψυχώνει τους στρατιώτες και να έχει και μια μικρή εφεδρεία να ενισχύει όποιο φυλάκιο παρουσίαζε αδυναμία. Να ενίσχυε και τον Μύλο όταν τα παλικάρια κατάλαβαν τον κίνδυνο και καλούσανε απεγνωσμένα βοήθεια χωρίς να τους ενισχύει κανένας. Μια ομάδα ανταρτών πλησίασε το Μύλο, μαζί τους είχαν τα φοβερά μπαζούκας, τον πλησίασαν σε απόσταση βολής από τη ρεματιά και άρχισαν να τον σφυροκοπούν. Με τα μπαζούκας ρίξανε 6-7 βολές, χτυπήσανε το πολυβολείο με συνέπεια να χάσει τη ζωή του ο Κωνσταντίνος Λιβάνιος, ο οποίος ήταν ο πολυβολητής. Η φρουρά του Μύλου άρχισε να καλεί σε βοήθεια αλλά δεν τους ενίσχυσε κάποιος. Κατά τη γνώμη μου εάν πήγαινε ένα πολυβόλο από τη μεριά της πόλης οι αντάρτες θα δυσκολεύονταν να πλησιάσουν.


ΦΥΛΑΚΙΟ ΣΙΟΥ
Ο διοικητής Στιβακτάκης καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης δεν έκανε κάτι, αυτό δεν το λέω εγώ, το έλεγαν οι στρατιώτες του και με πολλά παράπονα έλεγαν πως είχαν πάει μαζί με το Διοικητή της Χωροφυλακής και κρυφτήκανε, το λέγανε και οι Χωροφύλακες, Κι έτσι έπεσε ο Μύλος και μαζί μ΄ αυτόν και τα παλικάρια: Ο Ανθυπολοχαγός Ιωάννης Λουμπαρδιάς, οι στρατιώτες Λιβάνιος, Καραδημητρίου, Καραμπίνης και ο πολίτης Δημήτριος Βλάχος 44 ετών. Πιάσανε ζωντανό τον στρατιώτη Κονδύλη, τον πήγανε 200 μέτρα πιο μέσα, τον σφάξανε και του κόψανε το δάχτυλο για να του πάρουν το δαχτυλίδι. Επίσης, πιάσανε ζωντανό και τον πολίτη Δημήτριο Χείλαρη, ο οποίος δεν είχε ρίξει ούτε μια ντουφεκιά. Φαίνεται πως τον είχαν βάλει οι στρατιώτες και γέμιζε τους γεμιστήρες των πολυβόλων. Τους έδειξε το όπλο του που ήταν καθαρό και μετά τρεις ημέρες τον άφησαν ελεύθερο στα Βέροια της Σπάρτης.

Μετά την πτώση του Μύλου, 60-70 αντάρτες μπήκανε στην αρχή της πόλης του Λεωνιδίου. Οι στρατιώτες εγκαταλείψανε 3 φυλάκια και δημιούργησαν γραμμή άμυνας μέσα στην πόλη. Οι αντάρτες φτάσανε μέχρι την εκκλησία του Ταξιάρχη, σκοτώσανε τον Επιλοχία Γιάννη Κανζίκη και την Ματίνα Γεωργίου Καλαντζή, μητέρα εννέα παιδιών, Είχε πάει στο σπίτι της ο τραυματίας Βασίλειος Κοντολέων, είχε ανάψει το λυχνάρι για να μπορέσει να δέσει το τραύμα του, την είδανε οι αντάρτες και την σκότωσαν. Αφού φτάσανε μέχρι το Ταξιάρχη οι αντάρτες πήρε η μέρα, εκεί είχαν αμυνθεί οι στρατιώτες.Τους ενίσχυσαν και έμπειροι πολίτες πολεμιστές της Αλβανίας με επικεφαλής τον Λέων Σιώρα. Κάναμε αντεπίθεση, οπισθοχώρησαν και τράπηκαν σε φυγή.

Μετά τη φυγή των ανταρτών, εμείς φτάσαμε στο Μύλο κι εκεί βρήκαμε τους σκοτωμένους. Ο Λουμπαρδιάς ο οποίος ήταν γυμνός, κατακρεουργημένος με μαχαίρι και μπρούμυτα προς το έδαφος. Ο Δημήτριος Βλάχος γαζωμένος με αυτόματο σε όλο του το σώμα. Οι τρεις στρατιώτες κι αυτοί πετσοκομμένοι. Τρεις άλλοι στρατιώτες είχαν προλάβει και είχαν πηδήξει τη μάντρα και κρύφτηκαν ανάμεσα σε κάτι κλαριά.

Μάλιστα, θυμάμαι όταν πλησιάζαμε γνωρίσανε εμένα διότι φόραγα ένα διακριτικό σακάκι και βγήκανε από την κρυψώνα τους κλαίγοντας, ένας από αυτούς λεγόταν Κανταράκης Γεώργιος και ήταν από τον Πειραιά.

Είχε ξημερώσει για τα καλά, οι Λεωνιδιώτες είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τα σπίτια τους φοβισμένοι και στεναχωρημένοι. Ο θάνατος πλανιότανε πάνω από την πόλη μας, τα μαγαζιά παρέμειναν όλα κλειστά εκτός από κάποια καφενεία. Μαζέψαμε τους σκοτωμένους, τους μεν πολίτες τους πήγαμε στα σπίτια τους, τους δε στρατιώτες στην Εκκλησία του Ταξιάρχη. Δεκάδες γυναίκες μαζευτήκανε στην εκκλησία όπου τους Νεκροστολίσανε και τους Χιλιομυρολογήσανε καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας.

Τους αντάρτες τους πήγανε στο νεκροταφείο των Αγίων Πάντων και τους θάψανε σε ομαδικό τάφο. Οι αντάρτες που είχαν σκοτωθεί ήταν πέντε. Οι τρεις είχαν σκοτωθεί κατά μήκος του ποταμού Δαφνώνα και οι άλλοι δύο ήταν αυτοί που είχαν κρυφτεί πάνω στις ελιές.

Την επόμενα μέρα, ημέρα Σάββατο κι αφού δεν είχε συμβεί το παραμικρό κατά τη διάρκεια της νύχτας, έγινε η κηδεία των νεκρών και συγκεκριμένα έξι στρατιωτών, δύο ανδρών πολιτών και δύο γυναικών.

Οι νεκροί ήταν οι εξής:

Λουμπαρδιάς Ιωάννης - Ανθυπολοχαγός
Κανζίκης Ιωάννης - Επιλοχίας
Λιβάνιος Κωνσταντίνος - Στρατιώτης
Καραδημητρίου Εμμανουήλ - Στρατιώτης
Κονδύλης Κωνσταντίνος - Στρατιώτης
Καραμπίνης Εμμανουήλ - Στρατιώτης
Βλάχος Δημήτριος - Πολίτης
Σαρρής Νικόλαος - Πολίτης
Καλαντζή Ματίνα - Πολίτης
Τρίκουλη Αντιγόνη - Πολίτης

Η τελευταία σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα στο Κοίλασο. Οι Αντάρτες πήραν αιχμάλωτο και τον στρατιώτη Σωτήριο Γκουγκούση τον οποίο σκοτώσανε πάνω στο βουνό.


ΦΥΛΑΚΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΜΥΛΟΥΣ
 

Το βράδυ του Σαββάτου της 22ης του Γενάρη του 1949 ο κόσμος είδε να κατεβαίνει από το δρόμο της Βασκίνας μια μεγάλη ομάδα ανδρών. Τρόμαξαν όλοι γιατί δε γνώριζαν αν ήταν στρατός ή Αντάρτες. Μόλις πλησιάσανε τα πρώτα σπίτια, τρεις αξιωματικοί της ομάδας αυτής φώναξαν τα εξής: "Μη φοβάστε είμαστε δύο μοίρες «ΛΟΚ» και συνέχιζαν να λένε σήμερα το πρωί χτυπήσαμε τον Άγιο Βασίλη και σκοτώσαμε πολλούς Αντάρτες".                        

Σε λίγη ώρα κατεβαίνανε όλοι οι λόχοι. Ήταν όλοι τους γεροδεμένα παλικάρια ψηλά με ακμαίο το ηθικό και με πλήρη εξάρτηση, αλλά ταλαιπωρημένα από τα χιόνια το κρύο και τις μάχες. Ο κόσμος στο άκουσμα του ερχομού των Λοκατζήδων, πετάχτηκε έξω από τα σπίτια του και τους υποδέχτηκε σαν λυτρωτές, διότι ο φόβος από τη νύχτα της 21ης του Γενάρη ήταν ακόμη ζωντανός. Τους προσφέρανε ψωμί, τυρί, πορτοκάλια και νερό. Οι Λοκατζήδες ζητάγανε νερό καθώς διψάγανε πολύ, οι κοπέλες κουβαλάγανε με τις τέστες από τις στέρνες συνεχώς μιας και δεν υπήρχαν τότε βρύσες.

Στη μέση της φάλαγγας φέρνανε και αιχμαλώτους. Οι αιχμάλωτοι ήταν συνολικά 72 άντρες και γυναίκες, εξαθλιωμένοι από την κακουχία, τους είχαν δέσει με ολοκαίνουριες τριχιές τις οποίες, οι ίδιοι οι αντάρτες τις είχαν πάρει το προηγούμενο βράδυ από το μαγαζί του Χαράλαμπου Ζαρόκωστα, στην Πραγματευτή, μαζί με άλλα πράγματα. Μάλιστα η γριά γυναίκα του από άγνοια κινδύνου τους είχε πει "με αυτές να σας φέρουν δεμένους".

Ο κόσμος, βλέποντας τους αιχμαλώτους άρχισε να τους φωνάζει διάφορα, κάποιοι προσπάθησαν να τους λιντσάρουν αλλά δεν τους αφήσανε οι Λοκατζήδες να πλησιάσουνε. Τους μεταφέρανε στην Αστυνομία και τους κλείσανε μέσα, φρουρούμενους. Από την άλλη πλευρά, οι Λοκατζήδες ζητήσανε χώρους για να μείνουνε να αναπαυτούν. Μάλιστα ζητήσανε όποιος μπορούσε να φιλοξενήσει 3-4 άντρες. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν μεγάλη, πολλοί Λεωνιδιώτες ανοίξανε τα σπίτια τους και η φιλοξενία τους ήταν αρκετά ζεστή και φιλική. Οι κοπέλες βγάλανε από τα μπαούλα τους τα προικιά τους, λευκά σεντόνια, κουβέρτες και πετσέτες για να τους περιποιηθούνε, είχαν να το λένε για την φιλοξενία των Λεωνιδιωτών.

Οι Λοκατζήδες είχαν μαζί τους και τρεις σκοτωμένους στρατιώτες και δύο τραυματίες, ο ένας ήταν βαριά και φώναζε μανούλα μου. Ράγιζε η ψυχή όταν τους άκουγαν. Η συγκίνηση των γυναικών, ιδίως αυτών που είχαν παιδιά στρατιώτες ήταν τεράστια. Άλλοι δύο στρατιώτες των ΛΟΚ είχαν μείνει πίσω τραυματισμένοι και πέθαναν. Τον έναν τον βρήκε ο τσοπάνης Βασίλειος Πήλιουρας και τον έθαψε.

Διοικητής των "ΛΟΚ" ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Λουμάκης, υπήρχαν δύο Ταγματάρχες, οι Μενέλαος Ψαράκης  και Περικλής Παπαθανασίου, δέκα Λοχαγοί, δέκα Υπολοχαγοί, τριάντα Ανθυπολοχαγοί, εκατόν είκοσι Λοχίες και 800 περίπου άντρες. Στο Λεωνίδιο καθίσανε 2-3 ημέρες και μετά φύγανε με καράβι για το Ναύπλιο, μαζί τους πήρανε και τους αιχμαλώτους. Και από κει πήγανε στην Τρίπολη όπου τους έγινε υποδοχή ηρώων από τους Τριπολιτσιώτες.


ΦΥΛΑΚΙΟ "ΘΕΟΥ"
Κλείνοντας την αφήγησή μου αυτή σχετικά με την μάχη της 21ης του Γενάρη του 1949, θέλω να διατυπώσω κάποιες προσωπικές μου κρίσεις αναφορικά με τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αναφέρω ότι ο "Λόχος Κομάντος" αμύνθηκε σθεναρά μέχρι πρωίας για να υποχρεώσει σε οπισθοχώρηση τους αντάρτες. Ο Λόχος αυτός διέθετε αρκετά αυτόματα όπλα, σφαίρες και χειροβομβίδες. Πάνω απ’ όλα, όμως, διέθετε και ψυχωμένα παλικάρια τα οποία ήταν και άριστοι σκοπευτές. Πρώτος, γνωστός σε όλους ο αδερφός μου Διαμαντής Σταθούσης.

Παράλληλα, και η Χωροφυλακή πολέμησε γενναία μπροστά στο φόβο των Ανταρτών και εάν δεν πήγαινε κάτι καλά θα τους σφάζανε όλους οι Αντάρτες.

Σχετικά με όλα τα παραπάνω και τελειώνοντας την αφήγησή μου, επιθυμώ να διατυπώσω και την προσωπική μου γνώμη σχετικά με το μνημόσυνο που κάνουμε κάθε χρόνο την 21η Ιανουαρίου στο Μύλο του Μανωλάκη.

Πολλοί μας κατηγορούν ότι κάνουμε την γιορτή του μίσους, όπως αποκαλούν χαρακτηριστικά το μνημόσυνο. Απέναντι σε αυτή τη μομφή, αυτό που έχω να απαντήσω είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν δεχόμαστε την άποψη αυτή και ότι το μνημόσυνο το κάνουμε ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης σε αυτά τα παλικάρια που δεν πήγαν στρατιώτες, ούτε Αντάρτες με τη θέλησή τους. Η πατρίδα τους κάλεσε να υπηρετήσουνε τη θητεία τους και έχουμε υποχρέωση να τους θυμόμαστε, διότι εάν δεν είχαν πολεμήσει ηρωικά, με αποτέλεσμα να χάσουν μέχρι και την ίδια τους τη ζωή, η πόλη του Λεωνιδίου θα είχε πέσει στα χέρια των Ανταρτών με απερίγραπτες συνέπειες για τις οικογένειες όλων μας.

Τέλος εύχομαι και προσεύχομαι οι επόμενες γενιές να μην ζήσουν ανάλογες καταστάσεις, διότι το αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων ήταν η καταστροφή, ο θάνατος και το μίσος που δυστυχώς ακόμη και σήμερα υπάρχει.

Tο τραγούδι της μάχης του Λεωνιδίου που το έγραψε ο αείμνηστος Θανάσης Κατσίγκρης έχει ως εξής:

Στις 20 του Γεναριού και μια Πέμπτη βράδυ
 χτυπήσαν το Λενίδι μας οι άτιμοι Βουλγάροι.

Ηταν η ώρα 12 και εβγαινε το φεγγάρι
την πόλη μας κυκλώσανε χίλιοι Ε.Α.Μοσλάβοι.

Κι αρχίσανε να ρίχνουνε τα αντάρτικα μπουλούκια
σε όλα τα φυλάκια με όλμους με μπαζούκας.

Μα οι Τσάκωνες και ο στρατός και οι χωροφυλάκοι
απάντησαν με μια φωνή π΄ακούστει απ΄άκρη σ΄άκρη

Εδωμέσα δεν επάτησε το πόδι του Μπραίμη
κι ούτε κανένας απο σας, θα μπει μες στο Λενίδι.



ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΑΘΟΥΣΗΣ

 

Συνταξιούχος

Λεωνίδιο

Ιανουάριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου