Ένας Αρκάς όμηρος των Γερμανών θυμάται ...

Από το βιβλίο "Αναμνήσεις και Αναδρομές ενός Τσάκωνα"
 Του δασκάλου Γιάννη Θ. Κορολόγου
Αναμφισβήτητα, το ΟΧΙ του '40 ήταν η φωνή της ιστορίας μας που επαναλαμβάνεται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε κάθε εχθρό που επιβουλεύεται την εθνική μας ανεξαρτησία. Ήταν ο ασίγαστος αντίλαλος του αθάνατου "Μολών λαβέ" ενάντια στη φασιστική, ωμή βία της Ιταλίας, που μαζί με τη Γερμανία δημιούργησαν την καταιγίδα του Β' παγκοσμίου Πολέμου.  Ποιος δεν θυμάται τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής (1941-45) με την πείνα και τις στερήσεις, το φόβο για τα αντίποινα των Γερμανών, τις καταστροφές και τις συμφορές!


Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, περί τα τέλη Ιουνίου του 1944 αναστατώθηκε η Παλιόχωρα. Οι Γερμανοί, χωρίς αιτία, πήραν ως όμηρους δεκατρείς συγχωριανούς και τους έστειλαν στη Γερμανία. Όλοι οι Τυριώτες ήταν ανάστατοι γιατί δεν ήξεραν τι θα τους κάνουν, πού θα τους πάνε, τι μεταχείριση θα έχουν, δεν ήξεραν αν θα γυρίσουν ζωντανοί στον τόπο τους.
Έντεκα μήνες έκαναν οι όμηροι στη Γερμανία δουλεύοντας σκληρά και με άθλιες συνθήκες, αντικαθιστώντας τα γερμανικά νιάτα, που μάχονταν στα διάφορα μέτωπα, πιστά στις ναζιστικές ιδέες.
Ένα περίπου χρόνο χωρίς καμία είδηση. Το μοιρολόι αντηχούσε σε όλο το χωριό κάθε φορά που πικρό μαντάτο έλεγε πως οι. Γερμανοί καίνε τους αιχμαλώτους και τους κάνουν σαπούνι. Όποιος είχε το κουράγιο παρηγορούσε τον άλλον. Παρηγοριά στις μητέρες για τα βλαστάρια τους, παρηγοριά στις παντρεμένες για τους άντρες τους, παρηγοριά στα παιδιά για το πατρικό χάδι που έχασαν.
Ο Μιχάλης Δημοσθένη Λαλουδάκης είναι ένας από τους Τυριώτες όμηρους και θα μας διηγηθεί με το δικό του τρόπο τις περιπέτειές τους στην ενδεκάμηνη ομηρία. Αν και έχουν περάσει πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, οι αναμνήσεις, όσο πικρές κι αν είναι, παραμένουν χαραγμένες στην ψυχή του.
"Στις 30 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί πιάσανε στην Παλιόχωρα πρώτα εμένα, μετά το Θεόδωρο Αν. Κορολόγο, το Γέρο Ηλία Πολίτη, το Σταύρο και Γιάννη Δολιανίτη (αδέλφια), το Σταύρο Λυρή, το Μιχάλη Κορολόγο (Λούργιο), τον Ηλία Κορολόγο, τον Τριαντάφυλλο Μανούσο, τον Παναγιώτη Κότσυφα, τον Ιωάννη Δημ. Παρασκευά, το Σαράντο Γεωργ. Κατσικόγιαννη και το Γεώργιο Ιωάν. Εγγλέζο, σύνολο 13 άτομα.
Από την Παλιόχωρα μας πήγαν στη Σοχά. Διανυχτερεύσαμε μέσα στο αλώνι του Γεωργίου Κων. Μαστοράκη (Λαζαρίνα). Την επομένη μας πήγαν στον Άγιο Ανάργυρο. Μας κράτησαν εκεί δύο μέρες. 'Ηλθαν εκεί οι γονείς όλων μας και μας είδαν και μας έφεραν ρούχα, φαγητό και ό, τι είχαν. Παρακάλεσαν τους Γερμανούς με δάκρυα στα μάτια να μας απολύσουν, αλλά τίποτα. Εστάθη αδύνατον.
Από κει μας πήγαν στο Λεωνίδιο, στον Κοίλασο, ακριβώς στον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί πάλι ήρθαν σι δικοί μας και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν. Τίποτα όμως. Την επομένη μας κατέβασαν στην Πλάκα και κατά το απόγευμα μας βάλανε στη Μαούνα, μαζί με άλλους, Λενιδιώτες, Βασκινιώτες και μας πήγαν στο Ναύπλιο. Από το Ναύπλιο δίχως καθυστέρηση στο Άργος. Στους στρατώνες του Άργους μας κράτησαν δυο μέρες. Μας πήγαν μετά στην Κόρινθο όπου μείναμε άλλες δύο μέρες. Από την Κόρινθο μας πήγαν στο Χαϊδάρι. Εκεί ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Μείναμε περίπου μια εβδομάδα. Εκτός του ότι ήμασταν νηστικοί, μας κάνανε γυμναστική στον ήλιο πολλές ώρες, μας κλιβάνισαν τα ρούχα γιατί τότε βασίλευε η ψείρα, μας κούρεψαν με την ψιλή μηχανή και τα κεφάλια μας έγιναν γουλί. Από εκεί μας πήγαν στο σταθμό Λαρίσης και μας βάλανε σε φορτηγά βαγόνια, κλεισμένους και μόνο δύο ώρες την ημέρα άνοιγαν την πόρτα.

Έπειτα από ταξίδι δύο εβδομάδων φτάσαμε στην Αυστρία. Εκεί μας εξέτασαν γιατροί και μας βρήκαν πολύ εξασθενημένους. Μας πήγαν στο Γκρατς και αφού μείναμε μερικές μέρες μας μετέφεραν στο Κρισκ-Κλακ. Ευτυχώς, σι δεκατρείς πατριώτες ήμαστε μαζί και σε ένα θάλαμο όλοι. Εκεί, στα Τσακώνικα, λέγαμε τα ντέρτια μας, πότε κλαίγοντας και πότε γελώντας, για να δίνει υπομονή και κουράγιο ο ένας στον άλλον. Ο θάλαμος είχε κρεβάτια, φως, σόμπα για να ζεσταινόμαστε, καρέκλες και άλλα χρήσιμα πράγματα.
Μας βάλανε σε διάφορες δουλειές και δουλεύαμε, άλλοτε μέρα κι άλλοτε νύχτα σε εργοστάσια, σε γαλαρίες, σε γραμμές και σε οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Την Κυριακή είχαμε αργία. Το πρωί πίναμε γάλα, τσάι, καφέ και το μεσημέρι το φαγητό μας ήταν πατάτες, μακαρόνια, όσπρια, σούπες σκέτες. Το βράδυ την περνούσαμε με λίγες φέτες ψωμιού με λίγη μαργαρίνη.
Οι γυναίκες, πολύ καλές, μας λυπόντουσαν και μας έδιναν πατάτες, μήλα και ό, τι άλλο είχαν. Πήραμε το θάρρος μαζί τους και τις ρωτούσαμε πώς πήγαινε η κατάσταση και μας έλεγαν: «κρικ φέρτικ», δηλαδή ο πόλεμος θα τελειώσει, όπως κι έγινε.
Μας απελευθέρωσαν οι Ρώσοι. Μας άφησαν ελεύθερους και φύγαμε.
Όπου περνούσαμε παίρναμε πράγματα, πολλά πράγματα αξίας, από ρούχα ακριβά μέχρι ρολόγια, χωρίς κανείς να μας εμποδίζει.
Στη Βουδαπέστη οι Ρώσοι μας πέταγαν λεφτά στο δρόμο. Πήραμε λίγα, γιατί φοβόμαστε και με αυτά αγοράσαμε διάφορα πράγματα τα οποία ήταν πολύ καλά. Όταν όμως περάσαμε από τη Σερβία μας τα πήρανε όλα, μέχρι και τα παπούτσια σε μερικούς βγάλανε. Ερχόμενοι στο Μοναστήρι της Σερβίας, σχεδόν πάνω στα σύνορα, πήραν ό, τι είχε απομείνει και μείναμε με εκείνα που φορούσαμε. Από εκεί ήρθαμε στη Νίκη, ελληνικό χωριό, όπου οι κάτοικοι μας περιποιήθηκαν. Μείναμε κάνα-δυο μέρες και μετά ήρθαμε στη Φλώρινα. Παρά τις προσπάθειες που κάναμε στην Αστυνομία, να επιτάξει ένα αυτοκίνητο, εστάθη αδύνατον, μέχρι που πληρώσαμε αμάξι και ήρθαμε στην Αθήνα.
Ερχόμενοι στην Αθήνα περάσαμε από τους Αλεβαντέους, όπου ο μακαρίτης Παναγιώτης Μανούσος, που ήταν και αδελφός του Τριαντάφυλλου, μας έκανε το τραπέζι. Μετά κατεβήκαμε στον Πειραιά, στο Μιχάλη Σωτήρου που είχε το καφενείο και μας κέρασε και μετά στο Σπύρο Κυριάκο, που είχε κι αυτός καφενείο. Μας κέρασε κι αυτός.
Εκεί βρήκαμε το μακαρίτη το Μιχάλη Αλευρά τον Παπορά και με το καΐκι του μας έφερε στον Τυρό. Μας έβγαλε στου Λαγοδόντη. Εκεί πλέον δεν μπορώ να σας περιγράψω την υποδοχή που μας επεφύλαξαν. Ο μακαρίτης ο Φραγκούλης από χαρά κι ενθουσιασμό έριχνε δυναμίτες στη θά¬λασσα. Ο κόσμος δεν περίμενε να κατέβουμε από το μαδέρι κι ερχόντου¬σαν μέσα στη θάλασσα και μας σφίγγανε το χέρι με χαρά και συγκίνηση. Στα μαγαζιά του Καρδαρά και του Γιάγκου μας υποδέχτηκαν με μεγάλη συγκίνηση. Τέλος, μ' έβαλε πάνω στο μουλάρι ο Τάσος Καρδαράς κι άλλοι μπροστά με ζώα και τρέχοντας κι άλλοι πιο πίσω, μας συνόδεψαν μέχρι τα σπίτια μας. Στο πατρικό μου σπίτι κόσμος πολύς με υποδέχτηκε. Επί μία εβδομάδα ερχόντουσαν και με βλέπανε κι εγώ πάντα πρόθυμος τους διηγόμουν την μεγάλη μας περιπέτεια που περάσαμε ... ".
Ιούνιος 1944 - Μάιος 1945. Σαν να μην έφτανε η μεγάλη καταιγίδα που σκόρπισε σε πόλεις και χωριά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, δεκατρείς άντρες από τον Τυρό επί ένδεκα μήνες βρέθηκαν όμηροι των Γερμανών και ήταν γραφτό της μοίρας να ζήσουν αυτές τις εφιαλτικές περιπέτειες. Αναμφισβήτητα η ομηρία τους, όπως η αντίσταση κατά των Γερμανών από μερικούς φλογερούς πατριώτες, αποτελούν ξεχωριστές σελίδες της τοπικής μας ιστορίας.
Από τους όμηρους, όσοι βρίσκονται σήμερα στη ζωή αναπολούν τις δραματικές εκείνες περιπέτειες. Καθώς διηγούνται στους νεότερους τα βάσανά τους, ένα πικρό παράπονο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους. Και είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένο, αφού παραμένουν ξεχασμένοι από την Πολιτεία και τις γερμανικές αποζημιώσεις.


Από το βιβλίο "Αναμνήσεις και Αναδρομές ενός Τσάκωνα"
Έκδοση: Αθήνα 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου